- ἐμβρύων
- ἔμβρυονyoung oneneut gen plἔμβρυοςgrowing inmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… … Dictionary of Greek
πολυεμβρυονία — η, Ν 1. βοτ. ο σχηματισμός περισσότερων τού ενός εμβρύων σε μια σπερματική βλάστη 2. ζωολ. ο σχηματισμός πολλών εμβρύων από ένα μόνο ζυγωτό 3. φρ. α) «γνήσια πολυεμβρυονία» βοτ. πολυεμβρυονία κατά την οποία τα έμβρυα αναπτύσσονται με διαίρεση τού … Dictionary of Greek
AETITES — Lapis est, qui e nido aquilarum sumitur, cuius latissime genera describit Plinius, l. 36. c. 21. Sane nihil gemmeum habet, sed omnia lapidis, non colore, non laevore, non nitore ullô commendandus. Interim sine hoc lapide aquilas non fetificare… … Hofmann J. Lexicon universale
διπλογένεση — η γένεση τερατόμορφου οργανισμού που προκύπτει ή από τη σύντηξη δύο εμβρύων ή από τη γονιμοποίηση ενός ωαρίου από δύο σπερματοζωάρια … Dictionary of Greek
εμβρυοτομία — Χειρουργική επέμβαση που αποβλέπει στον διαμελισμό εμβρύου όταν, εξαιτίας του μεγέθους του και της θέσης του, η φυσιολογική εξαγωγή του από τη φυσική γεννητική οδό (πυελογεννητικός σωλήνας) μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή της μητέρας. Οι… … Dictionary of Greek
επιζωοτικός — ή, ό [επιζωοτία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιζωοτία («επιζωοτική νόσος») 2. φρ. «επιζωοτική αποβολή» αποβολή τών εμβρύων θηλυκών ζώων που οφείλεται σε επιζωοτία από την προσβολή διαφόρων μικροοργανισμών … Dictionary of Greek
κατόχι — το (Α κατόχιον) καθετί που συνέχει, που συγκρατεί («κατόχιον ἐμβρύων» προφυλακτικό κατά τής αποβολής, Αέτ.) νεοελλ. 1. ο αναβολέας* 2. δερμάτινο λουρί ή σχοινί με το οποίο οι υποδηματοποιοί δένουν στο πόδι τους το παπούτσι που ράβουν 3. σκαλοπάτι … Dictionary of Greek
ομφαλοπαγής — ές ιατρ. όρος που αναφέρεται στην τερατογονική διάπλαση κατά την οποία ο ομφαλός αποτελεί το κοινό τμήμα τών δύο συνθετικών εμβρύων … Dictionary of Greek
πολυδυμογένεση — η, Ν ζωολ. η ανάπτυξη πολλών εμβρύων και η ταυτόχρονη γέννηση πολλών ατόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύδυμος + γένεση] … Dictionary of Greek
πολύδυμος — η, ο, Ν φρ. «πολύδυμη κύηση» ιατρ. η κυοφορία περισσότερων από ένα εμβρύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δυμος (< θ. τού δύ ο + επίθημα μος, βλ. λ. δίδυμος), πρβλ. τρί δυμος] … Dictionary of Greek